-
1 παλιρρόθιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιρρόθιος
-
2 θεμόω
Grammatical information: v.Other forms: only aor.Derivatives: Denominative verb from θεμός, only in θεμούς διαθέσεις, παραινέσεις H. and in PN, Θέμ-ανδρος, Θεμό-θεος (Bechtel Hist. Personennamen 201f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The usual rendering withh `cause, mettre en état de' or simply `drove ashore (landwards)' (LSJ) is too abstract; we expect rather an instrumentative `provide with θεμός' v. t. We simply don't knowPage in Frisk: 1,661Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεμόω
См. также в других словарях:
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek